καραδοκίας

καραδοκίας
καραδοκίᾱς , καραδοκία
eager expectation
fem acc pl
καραδοκίᾱς , καραδοκία
eager expectation
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λανδέιλος — ον φρ. γεωλ. «λανδέιλος σειρά» ή, απλώς, «λανδέιλο» ακολουθία πετρωμάτων τής ορδοβίσιας περιόδου, που μελετήθηκε για πρώτη φορά στην Ουαλία και που εντάσσεται μεταξύ τής λανβίρνιας σειράς και τής καραδόκιας σειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”